αὐτοῦ

αὐτοῦ
αὐτοῦ neut. gen. of αὐτός functioning as deictic adv. designating a position relatively near or far (Hom.+; Epict. 4, 4, 14; Vett. Val. 264, 12; SIG 167, 37; 273, 20; 1024, 26; pap [Mayser 457; PSI 374, 14]; LXX; TestAbr A; Jos., Ant. 8, 14, Vi. 116) here καθίσατε αὐ. (Gen 22:5) Mt 26:36; Mk 6:33 v.l.; Lk 9:27; there Ac 15:34 v.l.; 18:19; 21:4.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • .αυτοῦ — αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτού — και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ. ακριβώς σ αυτό το μέρος, εδώ, εκεί νεοελλ. 1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς 2. τότε, στη στιγμή αρχ. φρ. «αὐτοῡ ταύτη» ακριβώς εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)] …   Dictionary of Greek

  • αυτού — 1. επίρρ. τοπικό, σ αυτό το μέρος: Κάθισε αυτού που είσαι. 2. σπν. επίρρ. χρον., τότε: Κι αυτού στο γέρμα του ηλιού, κοντά να ξημερώσει (δημοτ. στίχ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοῦ — αὐτός self neut gen sg αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ just there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτοῦ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. — τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. См. Собственной тени боится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεὶς ἔπτυσεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς μὴ τὸ πτύσμα πρὸς τὸ αὐτοῦ καταπεσεῖν πρόσωπον. — См. Вверх не плюй: себя побереги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως. — См. Протей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καὐτοῦ — αὐτοῦ , αὐτός self neut gen sg αὐτοῦ , αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ , αὐτοῦ just there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”